τροφοβλαστικός

τροφοβλαστικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροφοβλάστη ή σχετίζεται με αυτήν
2. φρ. «τροφοβλαστική νόσος»
ιατρ. περιληπτική ονομασία τών διαφόρων τύπων μύλης και διαφόρων όγκων που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια τής εγκυμοσύνης από την τροφοβλάστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”